- παρορμήσεων
- παρορμήσεω̆ν , παρόρμησιςurging onfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
απώθηση — η (AM ἀπώθησις) 1. ώθηση προς τα πίσω 2. απομάκρυνση, απόκρουση 3. η διεργασία της εκτόπισης στο υποσυνείδητο ιδεών, αισθημάτων ή παρορμήσεων, απαράδεκτων από τη συνείδηση … Dictionary of Greek
παρορμητικός — ή, ό / παρορμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρορμώ (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα τού παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων») νεοελλ. αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις… … Dictionary of Greek
Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, Πέντρο — (Pedro Calderόn de la Barca y Henao, Μαδρίτη 1600 – 1681). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Γεννημένος σχεδόν σαράντα μετά τον Λόπε ντε Βέγκα και είκοσι μετά τον Τίρσο ντε Μολίνα, ο Κ. καταλαμβάνει στο πλουσιότατο τόξο της θεατρικής παραγωγής του… … Dictionary of Greek
Κρίστεβα, Γιούλια — (Julia Kristeva, Σλίβνο, Βουλγαρία 1941 –). Γαλλίδα ψυχαναλύτρια, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας, βουλγαρικής καταγωγής. Αρχικά σπούδασε γλωσσολογία στη Βουλγαρία, ενώ το 1966 συνέχισε τις σπουδές της στο Collège de France, στο Παρίσι.… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek